- παιανίαι
- παιανίαςpaean-singermasc nom/voc plπαιανίᾱͅ , παιανίαςpaean-singermasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιανίας — παιανίας, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κατάλ. ίας (πρβ. παρθεν ίας)] … Dictionary of Greek